- πολωσίμετρο
- Όργανο που αποτελείται από δύο πρίσματα Nicol και χρησιμεύει για τη μελέτη των κρυσταλλικών σωμάτων και των διαλυμάτων τους, τα οποία έχουν την ιδιότητα να στρέφουν το επίπεδο πολωμένου φωτός, προσδιορίζοντας το μέγεθος και τη διεύθυνση αυτής της στροφής. Τα σώματα που στρέφουν το επίπεδο πολωμένου φωτός προς τα δεξιά, καλούνται δεξιόστροφα, ενώ εκείνα που στρέφουν το επίπεδο αυτό προς τα αριστερά ονομάζονται αριστερόστροφα. Τα δύο πρίσματα Nicol, από τα οποία το ένα ονομάζεται πολωτής και το άλλο αναλύτης, ρυθμίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το οπτικό πεδίο του δεύτερου να γίνει σκοτεινό, όταν μονοχρωματικό φως διέρχεται από το πρώτο πρίσμα. Αν μεταξύ αυτών των δύο διασταυρωμένων Nicol τοποθετηθεί ένα διάλυμα από αυτές τις ουσίες, το οπτικό πεδίο θα γίνει πάλι φωτεινό, αλλά αν περιστραφεί το δεύτερο πρίσμα κατά μια ορισμένη γωνία α (γωνία στροφής του επιπέδου πόλωσης) θα έχουμε και πάλι σκοτ΄΄αδι. Σύμφωνα με το νόμο του Μπιο, η γωνία α είναι ανάλογη προς τη συγκέντρωση c του διαλύματος και του μήκους 1 του κυλίνδρου που περιέχει το διάλυμα, δηλαδή: α = klc, όπου η σταθερά k είναι η ειδική στροφική ικανότητα της διαλυμένης ουσίας, εξαρτώμενης και από το μήκος κύματος του χρησιμοποιούμενου φωτός. Γι’ αυτές τις μετρήσεις χρησιμοποιούνται π., τα οποία στην πιο απλή περίπτωση αποτελούνται από δυο πρίσματα Nicol, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται ένας κύλινδρος, μέσα στον οποίο τοποθετείται το προς μελέτη διάλυμα. Τα π. χρησιμοποιούνται ευρέως για τα σακχαρούχα διαλύματα και ονομάζονται τότε σακχαρόμετρα.
Η μέτρηση της γωνίας στροφής του επιπέδου πόλωσης του φωτός με π. παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη μελέτη των κρυστάλλων και των παραμορφώσεων των στερεών υλικών με την επίδραση μηχανικών καταπονήσεων.
* * *το, Νχημ. όργανο που κατά την εφαρμογή τής μεθόδου τής πολωσιμετρίας επιτρέπει την μέτρηση τής γωνίας στροφής τού επιπέδου πόλωσης τού πολωμένου φωτός, όταν αυτό διέρχεται μέσα από οπτικώς ενεργές ουσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλωσις + μέτρο, αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polarimeter < νεολατ. polaris (< λατ. polus «πόλος») + μέτρο].
Dictionary of Greek. 2013.